κατάστρωση

κατάστρωση
η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι]
το στρώσιμο, η στρώση
νεοελλ.
μτφ.
1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία
2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη βλαστητική τους ιδιότητα, καθώς και αυτά που περιβάλλονται από σκληρό πυρήνα, στοιβάζονται, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία
αρχ.
καταγραφή, παρένθεση, παρεμβολή χωρίων ενός βιβλίου σε άλλο έργο για ενίσχυση όσων έχουν γραφεί ή για ερμηνεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάστρωση — η σύνταξη, κατάστρωση σχεδίου, καταρτισμός προγράμματος: Όλο το απόγευμα εργάστηκε για την κατάστρωση του προγράμματος των εξετάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek

  • καταστόρεσις — καταστόρεσις, έσεως, ἡ (Μ) [καταστορέννυμι] η κατάστρωση, το άπλωμα, το στρώσιμο …   Dictionary of Greek

  • μοιρογραφία — μοιρογραφία, ἡ (ΑΜ) μσν. το έργο τής Μοίρας, η οποία καταγράφει το πεπρωμένο καθενός αρχ. η κατάστρωση τών γεωγραφικών μοιρών σε πίνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρογράφος (< μοῖρα + γράφος*)] …   Dictionary of Greek

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • προδιαγραφή — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προδιαγράφω 2. κατάστρωση σχεδίου 3. λεπτομερειακή περιγραφή ενός τεχνικού έργου που πρόκειται να εκτελεστεί, η οποία συνοδεύεται από σχεδιαγράμματα, πίνακες, μελέτη τής δομής, τού μεγέθους, τών υλικών κ.ά …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …   Dictionary of Greek

  • προοικονομικώς — Α επίρρ. σύμφωνα με την προοικονομία, με την κατάστρωση σχεδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προοικονομῶ, μέσω αμάρτυρου επιθ. *προοικονομικός + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …   Dictionary of Greek

  • αιολική ενέργεια — Μορφή μηχανικής ενέργειας που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος με την εκμετάλλευση της κίνησης του ανέμου. Ο άνεμος υπήρξε μια από τις πιο παλαιές φυσικές πηγές ενέργειας που αξιοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη (βασικά στη ναυτιλία και στους ανεμόμυλους). Η …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — ο λογιστική πράξη που γίνεται κατά το κλείσιμο των λογαριασμών μιας επιχείρησης για να διαπιστωθεί ποιο είναι το ενεργητικό και το παθητικό της καθώς και η καθαρή περιουσία της: Κατάστρωση ισολογισμού. – Ο ισολογισμός έχει δύο σκέλη, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”